γαϊτανοφρύδης

γαϊτανοφρύδης
-α και γαϊτανοφρυδούσα, -δικο
εκείνος που έχει φρύδια κανονικά και λεπτά σαν γαϊτάνι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • γαϊτανοφρύδης — α, ικο αυτός που έχει φρύδια λεπτά και καμπυλωτά: Μόλις αντίκρισε τη γαϊτανοφρύδα κοπέλα έχασε το μυαλό του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γαϊτανοφρυδάτος — ο (θηλ. γαϊτανοφρυδάτη, η) ο γαϊτανοφρύδης* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”